- τιεμαννίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) σπάνιο σεληνιούχο ορυκτό τού υδραργύρου με σκούρο γκρίζο ή μαύρο χρώμα και μεταλλική λάμψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Tiemannite, από το όνομα τού W. Tiemann, Γερμανού επιστήμονα].
Dictionary of Greek. 2013.